Δεν πέρασαν 40 ημέρες και οι δύο φίλοι θα συναντηθούν στους ουρανούς, παρέα με το μπαγλαμαδάκι, να παίζουν τους αγαπημένους τους ήχους. Το τραγούδι θα είναι η διασκέδασή τους και θα προσπαθούν να βρουν μέσα από τις νότες την απάντηση στο αν ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος. Ο Μανωλιός θα σιγοτραγουδά το «Πότε Βούδας πότε Κούδας» και ο Νίκος θα τον συνοδεύει με τη μελωδική του φωνή. Μαζί θα σκαρώνουν καινούργια στιχάκια και ήχους παρέα με παλιούς φίλους που έχουν ανταμώσει.
Εμάς εδώ στη γη είναι σίγουρο ότι θα μας λείψουν, γιατί η ξαφνική τους απουσία μας έκανε να αισθανθούμε μόνοι, με το βαθύ συναίσθημα της θλίψης πως τελειώνει μια ωραία εποχή της γενιάς μας. Μένουμε μόνοι χωρίς τη μουσική παρηγοριά τους τις δύσκολες μέρες που διανύουμε. Το τραγούδι θα είναι λυπητερό... για τη χαμένη μας νιότη. Το λεπτό χιούμορ του Ρασούλη και η γλυκύτητα του Παπάζογλου, ο ωραίος και γόνιμος αυτός συνδυασμός των δύο δημιουργών, δε θα μας απαλύνει πλέον τον πόνο. Ο Νίκος, από μικρό παιδί, σκαρφαλωμένος στους χαλασμένους τοίχους του Κουλέ Καφέ, τραγουδούσε ατενίζοντας την άκρη της θάλασσας με τα καράβια της, που τόσο αγαπούσε. Είναι γνωστό ότι δεν άφησε την πόλη που τον γέννησε και τον μεγάλωσε ούτε μία στιγμή... Οσο περνούσαν τα χρόνια, την αγκάλιαζε περισσότερο, δημιουργώντας πρωτόγνωρα δεδομένα για την ελληνική μουσική.
Εμάς εδώ στη γη είναι σίγουρο ότι θα μας λείψουν, γιατί η ξαφνική τους απουσία μας έκανε να αισθανθούμε μόνοι, με το βαθύ συναίσθημα της θλίψης πως τελειώνει μια ωραία εποχή της γενιάς μας. Μένουμε μόνοι χωρίς τη μουσική παρηγοριά τους τις δύσκολες μέρες που διανύουμε. Το τραγούδι θα είναι λυπητερό... για τη χαμένη μας νιότη. Το λεπτό χιούμορ του Ρασούλη και η γλυκύτητα του Παπάζογλου, ο ωραίος και γόνιμος αυτός συνδυασμός των δύο δημιουργών, δε θα μας απαλύνει πλέον τον πόνο. Ο Νίκος, από μικρό παιδί, σκαρφαλωμένος στους χαλασμένους τοίχους του Κουλέ Καφέ, τραγουδούσε ατενίζοντας την άκρη της θάλασσας με τα καράβια της, που τόσο αγαπούσε. Είναι γνωστό ότι δεν άφησε την πόλη που τον γέννησε και τον μεγάλωσε ούτε μία στιγμή... Οσο περνούσαν τα χρόνια, την αγκάλιαζε περισσότερο, δημιουργώντας πρωτόγνωρα δεδομένα για την ελληνική μουσική.
Τον στενοχωρούσε που η πόλη του δεν μπορούσε να δημιουργήσει τη δική της μουσική σκηνή και σε συνέντευξη που παραχώρησε στις 11.11.2007 στη Μένια Καλογεράκη είχε πει: «Η μουσική σκηνή της Θεσσαλονίκης είναι άθλια και ανύπαρκτη. Δυστυχώς όλα εκείνα τα παιδιά που έδιναν μουσική γεύση σε μια πόλη που πλέον βυθίζεται στα μπουζούκια αναγκάστηκαν να γίνουν Αθηναίοι. Οχι μόνο δεν τους κατηγορώ, αλλά και τους συμπονώ κιόλας, διότι η τέχνη δεν είναι φιλανθρωπία. Αφενός πρέπει με κάποιον τρόπο να ζήσουν από το τραγούδι, αφετέρου έχουν ανάγκη από ενθάρρυνση. Στην Αθήνα, αν μη τι άλλο, υπάρχει βήμα για τις νέες προσπάθειες. Στη Θεσσαλονίκη με συντονισμένες πρωτοβουλίες εξόντωσαν όλα τα μικρά μαγαζιά που... φιλοξενούσαν το μουσικό φυτώριο».
Ακουσε και ο Μανωλιός τα τραγούδια του Νίκου, που αντηχούσαν από τα κάστρα και με πηδηματάκια από νησί σε νησί διασχίζοντας όλο το Αιγαίο έφτασαν μέχρι το κάστρο (Ηράκλειο), που τον καλούσε να περάσουν παρέα τα υστερνά τους.
Αχ, Θεσσαλονίκη, σ' αγαπώ και βαθιά σε ευχαριστώ που μ' έμαθες να κλαίω.
Αγγελιοφόρος 19/4/2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου